Άρθρο του συντονιστή της Ν.Ε. ΣΥΡΙΖΑ Πρέβεζας, Ηλία Χάιδα
To 1989, o ενιαίος Συνασπισμός (ο μετέπειτα ΣΥΝ και το ΚΚΕ) αποφάσισε να σχηματίσει μαζί με τη ΝΔ του Κ. Μητσοτάκη κυβέρνηση ειδικού σκοπού, με στόχο τη μη παραγραφή των ποινικών ευθυνών υπουργών και βουλευτών, για το «σκάνδαλο Κοσκωτά» –για να φύγει το «αγκάθι» από τη μέση, όπως έλεγε και ο Χαρίλαος– και βέβαια για την «εξυγίανση, από τη διαφθορά και τη σήψη, του πολιτικού συστήματος», όπως δήλωναν άλλα μέλη της ηγεσίας της Αριστεράς.
Τα πολιτικά αποτελέσματα αυτής της απόφασης είναι μάλλον γνωστά και εμπεδωμένα από όλους (;), τόσο μάλιστα, που ελάχιστοι στην αριστερά απέμειναν να υπερθεματίζουν για εκείνη την επιλογή, που έφερε τον Μητσοτάκη στην κυβέρνηση και τον Ανδρέα Παπανδρέου εκ νέου κυρίαρχο στην πολιτική σκηνή της χώρας – στη δε Αριστερά, διασπάσεις και αμφισβήτηση.
Είναι κοινός τόπος ότι η Αριστερά, πιεζόμενη και τότε από το υπαρκτό σκάνδαλο Κοσκωτά, προσχώρησε σε ταξική συμμαχία με τους πολιτικούς εκπροσώπους του ‘καθαρού’ καπιταλισμού, προκειμένου να τον «αποκαθάρει» από ό,τι συνιστά παρέκκλιση από τον ισότιμο ανταγωνισμό και τη νόμιμη ιδιοποίηση της παραγόμενης υπεραξίας.
Θα τολμούσαμε να πούμε ότι, παρά τις διαφορές, και σήμερα πυκνώνουν οι φωνές που μας καλούν στο «ρεαλισμό»: στο να υπηρετήσουμε, στο όνομα της μη φυγομαχίας, την αναδιάρθρωση του κοινωνικού μας σχηματισμού με βάση τις νεοφιλελεύθερες επιταγές, αντί να προτάξουμε, έγκαιρα και πειστικά, συλλογικές διαδικασίες πολιτικής διαχείρισης της ήττας, με όρους απεγκλωβισμού από την παγίδευση στο πολιτικό σχέδιο του αντιπάλου.
Έτσι διαβάζουμε και ακούμε ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αποτελεί κάστρο υπεράσπισης των αδύναμων, εγγύηση για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, τη διαφάνειας στο δημόσιο βίο και το τηλεοπτικό τοπίο, την εξέταση παράνομων δανείων, τη διαλεύκανση και απόδοση δικαιοσύνης σε εκτεταμένες καταστάσεις διαφθοράς και διασπάθισης των δημόσιων πόρων. Ότι είναι λοιπόν γι’ αυτά που πρέπει να «μείνει».
Εν τέλει, ακούμε πως θα ήταν «προδοσία» (ή πως ο κόσμος που μας εμπιστεύθηκε θα το εκλάμβανε ως τέτοια), αν μπροστά στα δύσκολα το βάζαμε στα πόδια και παραδίναμε ξανά την κοινωνία στους ανάλγητους μνημονιακούς, αυτούς δηλαδή που ο κόσμος έδιωξε από την πόρτα, για να εφαρμόσουν αυτοί αντί για εμάς την τρίτη συμφωνία-μνημόνιο. Και βέβαια, πως «είναι στο χέρι μας, εφαρμόζοντας τη συμφωνία, να πετύχουμε ισοδύναμα που θα ανακουφίζουν τις λαϊκές τάξεις και θα περιορίζουν τα αρνητικά σημεία της συμφωνίας».
Έχω την άποψη πως αυτός ο δρόμος, που ενώ αρχικά παραδέχτηκε ρητά και με σαφήνεια την ήττα του πολιτικού σχεδίου του ΣΥΡΙΖΑ (του δόγματος «δεν υπάρχει περίπτωση να μην πείσουμε τους εταίρους-δανειστές και να μη συμφωνήσουμε»), τείνει να σχετικοποιήσει την πολιτική ήττα σε τέτοιο σημείο, και μάλιστα χωρίς καμία συζήτηση στα συλλογικά όργανα του ΣΥΡΙΖΑ, προτείνοντας τελικά την εφαρμογή από την Κυβέρνηση με κορμό τη Ριζοσπαστική Αριστερά αυτού του νεοφιλελεύθερου προγράμματος έως το τέλος, στο όνομα της εθνικής ευθύνης και της συνέπειας απέναντι στον κόσμο που μας ψήφισε!