Με το προεδρείο της Ομοσπονδίας Τραπεζοϋπαλληλικών Οργανώσεων Ελλάδος (Ο.Τ.Ο.Ε.) συναντήθηκε σήμερα, ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης. Ο κ. Δραγασάκης ενημέρωσε το προεδρείο για την κυβερνητική πολιτική στο χρηματοπιστωτικό τομέα, τη ρύθμιση των «κόκκινων δανείων», αλλά και την αντιμετώπιση των παθογενειών και των κάθε λογής εξαρτήσεων που επικρατούσαν στον τραπεζικό χώρο
Ειδικότερα ο κ. Δραγασάκης ενημέρωσε το προεδρείο της Ο.Τ.Ο.Ε. για τις εξελίξεις καθώς και για την κυβερνητική πολιτική στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Στόχος και επιδίωξη της κυβέρνησης, τόνισε, είναι ένα τραπεζικό σύστημα που να υπηρετεί την κοινωνία και την ανάπτυξη, συμβάλλοντας έμπρακτα, ιδιαίτερα στην παρούσα συγκυρία, στην υλοποίηση του μεγάλου συλλογικού στόχου που δεν είναι άλλος από τη στήριξη της απασχόλησης, τη μείωση της ανεργίας και τη δημιουργία συνθηκών που θα ενθαρρύνουν την επιστροφή στη χώρα μας των χιλιάδων νέων επιστημόνων που έφυγαν στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Η κυβέρνηση με την πολιτική της επιδιώκει τη δημιουργία εκείνων ακριβώς των προϋποθέσεων που θα επιτρέψουν στο χρηματοπιστωτικό σύστημα να διαδραματίσει τον αναπτυξιακό και κοινωνικό του ρόλο.
Μεταξύ των προϋποθέσεων αυτών, είναι η ριζική αντιμετώπιση του προβλήματος των κόκκινων δανείων καθώς για πρώτη φορά δημιουργείται το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο και η ισχυροποίηση της κεφαλαιακής και καταθετικής βάσης των τραπεζών.
Παράλληλα τόνισε ότι μετά και τις αποκαλύψεις κατά τη διάρκεια των εργασιών της Εξεταστικής Επιτροπής για τη διερεύνηση της νομιμότητας της δανειοδότησης πολιτικών κομμάτων και εταιρειών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, τίθεται ως αναγκαιότητα η αντιμετώπιση των παθογενειών του τραπεζικού χώρου.
Υπογράμμισε ακόμα πως πέραν της εξυγίανσης των τεσσάρων συστημικών τραπεζών οι ανάγκες της ανασυγκρότησης της οικονομίας επιβάλλουν τη διαμόρφωση κι ενός συμπληρωματικού παράλληλου συστήματος χρηματοπιστωτικών φορέων και εναλλακτικών χρηματοδοτικών εργαλείων που θα μπορέσουν να κινητοποιήσουν αναπτυξιακούς πόρους, κυρίως σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, και θα διευκολύνουν την πρόσβαση στη διεθνή ρευστότητα. Στην κατεύθυνση αυτή βρίσκονται οι προσπάθειες της κυβέρνησης, που αποσκοπούν στο μετασχηματισμό του ΕΤΕΑΝ σε αναπτυξιακό Ταμείο με λειτουργίες αναπτυξιακής τράπεζας, και οι οποίες βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο.
Επιπλέον σε σχέση με τις εξελίξεις στον τραπεζικό χώρο και τη διαδικασία αξιολόγησης των μελών των διοικητικών συμβουλίων των τραπεζών, με αφορμή ερωτήματα του προεδρείου της Ο.Τ.Ο.Ε. ο κ. Δραγασάκης αναγνώρισε πως προσπάθειες ξένων κέντρων και ομάδων συμφερόντων να ενισχύσουν τις θέσεις και την επιρροή τους στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι σε ορισμένες περιπτώσεις υπαρκτές. Υπάρχουν περιπτώσεις, όπως ανέφερε, που κάποιοι διεκδικούν ρόλο μεγαλύτερο από αυτόν που τους αναλογεί ή προσπαθούν να αγνοούν τη θέση της κυβέρνησης, όταν ο ελληνικός λαός έχει διαθέσει και χρεωθεί σχεδόν 50 δισ. ευρώ για τη διάσωση των τραπεζών.
Παράλληλα, όμως, τόνισε πως η επίκληση του κινδύνου του «αφελληνισμού» δεν μπορεί να γίνει άλλοθι για να δικαιολογούνται πρακτικές του παρελθόντος ή να μη γίνονται οι αναγκαίες αλλαγές. Αντίθετα η καλύτερη απάντηση σε αυτές τις επιδιώξεις είναι η διαφάνεια, η δημόσια λογοδοσία, ο ανοιχτός Δημόσιος και κοινωνικός έλεγχος, καθώς και η διαμόρφωση ενός θεσμικού πλαισίου που θα επιτρέπει σε όλους τους παράγοντες, το Δημόσιο, τους μετόχους, τους εργαζόμενους, τις εποπτικές αρχές, να έχουν το ρόλο που τους αναλογεί. Στο πλαίσιο αυτό η κυβέρνηση έχει σταθερή θέση υπέρ της συμμετοχής των εκπροσώπων του Δημοσίου, αλλά και των εκλεγμένων εκπροσώπων των εργαζομένων, στα διοικητικά συμβούλια των τραπεζικών ιδρυμάτων.
Σχετικά με το πρόβλημα που αφορά τους απολυμένους από τις συνεταιριστικές τράπεζες, ο κ. Δραγασάκης ανέφερε πως σε ότι αφορά τις δυο συνεταιριστικές τράπεζες που έκλεισαν στη διάρκεια της θητείας της παρούσας κυβέρνησης, εξασφαλίσθηκε η απασχόληση τους κυρίως από τις τράπεζες που απέκτησαν το ενεργητικό τους. Δυστυχώς δεν συνέβη το ίδιο με τους εργαζόμενους σε τράπεζες που έκλεισαν πριν το 2014 καθώς και με τους εργαζόμενους στη BNP Paribas. Για τις περιπτώσεις αυτές συμφωνήθηκε να συνεχιστούν από κοινού οι προσπάθειες ώστε σε συνεργασία και με τους ίδιους τους εργαζόμενους να διερευνηθεί κάθε δυνατότητα που θα μπορούσε να συμβάλει στην αντιμετώπιση του προβλήματος.